- σώρευμα
- τὸ, ΜΑ [σωρεύω]μσν.συσσώρευση, συγκέντρωση, συνάθροισηαρχ.σωρός, σωρεία («ὑπὸ τῶν παντοδαπῶν σωρευμάτων ἐξαλλομένων τῶν τροχῶν», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σώρευμα — heap neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρευμάτων — σώρευμα heap neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρεύματα — σώρευμα heap neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όχθη — η (Α ὄχθη) 1. το εξέχον τμήμα ξηράς κοντά στην επιφάνεια τών νερών ποταμού ή λίμνης 2. παραλία, ακτή, ακρογιαλιά αρχ. 1. κάθε ύψωμα γης τεχνητό ή φυσικό, πρόχωμα, σώρευμα ανασκαμμένης γης 2. (στον πληθ. και συν. με τη λ. ποταμός) αἱ ὄχθαι α)… … Dictionary of Greek